- δομήτωρ
- δομήτωρbuildermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δομήτωρ — δομήτωρ, ο (Μ) 1. χτίστης, ιδρυτής 2. «ὁ δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας» ο Ιησούς Χριστός … Dictionary of Greek
δομητόρων — δομήτωρ builder masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορα — δομήτωρ builder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορας — δομήτωρ builder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορι — δομήτωρ builder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορος — δομήτωρ builder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορσι — δομήτωρ builder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)